Η σημασία των παραμυθιών για τα μικρά παιδιά
Σήμερα περισσότερο από ποτέ οι γονείς βρίσκονται προβληματισμένοι σχετικά με το αν και γιατί πρέπει να διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά τους. Αυτός ο προβληματισμός, που είναι κυρίαρχος στο εξωτερικό, συνδέεται βεβαίως με φεμινιστικές και αντιρατσιστικές απόψεις της εποχής, που στηρίζονται στο επιχείρημα ότι τα παραμύθια, κυρίως τα κλασικά, περνούν με λανθάνοντα τρόπο μισογυνιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις, αφού πάντα ο άντρας σώζει τη γυναίκα και οι πλειονότητα των ηρώων είναι λευκοί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα έναν γενικότερο δισταγμό των γονιών απέναντι στα παραμύθια.
Πράγματι στην πλειονότητα των κλασικών παραμυθιών οι κοπέλες-πρωταγωνίστριες είναι παθητικές, εγκλωβισμένες και ανήμπορες ενώ οι νεαροί πρωταγωνιστές εμφανίζονται ως παντοδύναμοι, ατρόμητοι και θαρραλέοι. Επιπλέον, η αληθινή αγάπη και ο γάμος εμφανίζονται σαν την μέγιστη επιβράβευση και τη λύση όλων των δεινών.
Επιπλέον ελάχιστοι από τους πρωταγωνιστές των παραμυθιών δεν είναι λευκοί, ενώ όλοι παρουσιάζονται όμορφοι και αδύνατοι, μη επιτρέποντας έτσι μια θεμιτή εξωτερική ποικιλομορφία που βοηθάει στην εξάλειψη πολλών μορφών ρατσισμού. Αλλά όλα τα παραπάνω θα έπρεπε πράγματι να μας αποτρέψουν από το να διαβάζουμε παραμύθια; Και τι θέση έχει στις μέρες μας η συμβουλή του Αϊνστάιν προς τους γονείς να διαβάζουν όσα περισσότερα παραμύθια μπορούν στα παιδιά τους αν θέλουν να τα βοηθήσουν στην ανάπτυξη της ευφυΐας και της συναισθηματικής τους νοημοσύνης;
Η απάντηση βρίσκεται κάπου στη μέση. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε τον σημαντικότατο ρόλο των παραμυθιών κατά τη διάρκεια ενηλικίωσης των παιδιών. Όπως συμβαίνει με μια καλή θεατρική παράσταση ή ένα καλογραμμένο βιβλίο, έτσι ακριβώς και μέσω των παραμυθιών _κλασικών και μη- τα παιδιά διδάσκονται το πώς να λύνουν προβλήματα, να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό και να έρχονται σε επαφή με αρετές όπως η υπομονή (π.χ. στην Ωραία Κοιμωμένη), η αγάπη για τα ζώα και τη φύση (στη Χιονάτη κ.α.) ή η αυτοαποδοχή παρά τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζουμε λόγω της φύσης μας (όπως ο Κοντορεβιθούλης με το μικρό του ανάστημα).
Κάθε φόβος λοιπόν προσωποποιείται και στο τέλος όσο δύσκολος κι αν είναι νικιέται. Όπως έχει πει και ο γνωστός συγγραφέας και παιδοψυχολόγος G. K. Chesterton «Τα παραμύθια δεν λένε στα παιδιά ότι υπάρχουν δράκοι. Τα παιδιά ήδη γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν δράκοι. Τα παραμύθια λένε στα παιδιά ότι οι δράκοι μπορούν να ηττηθούν». Ταυτόχρονα, εκγυμνάζουν την ικανότητα των παιδιών να διαχειρίζονται διάφορες δυσκολίες της ζωής όπως η προδοσία, τα ψέματα, οι τσακωμοί, η ζήλια και οι κακεντρέχειες. Επιπλέον, τα παραμύθια βοηθούν να γίνουν τα παιδιά σας καλοί story-tellers (για να χρησιμοποιήσουμε και έναν όρο που τόσο αγαπά η σύγχρονη ζωή), βοηθούν δηλαδή τα παιδιά ως προς την ικανότητά τους να αφηγούνται γεγονότα και να μεταδίδουν μηνύματα, στοιχείο πολύ σημαντικό για τα σημερινά εργασιακά δεδομένα και όχι μόνο. Πώς όμως θα βοηθήσετε τα παιδιά σας να λάβουν τα σωστά μηνύματα από κάθε παραμύθι;
Το σημείο που πρέπει κάθε γονιός να εκμεταλλευτεί μέσω των παραμυθιών είναι η ευκαιρία για διάλογο. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να κάποιος να εξηγήσει στο παιδί του ότι δεν σώζει πάντα ο πρίγκιπας την πριγκίπισσα που κινδυνεύει, ότι όλοι μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας, ότι όλοι έχουμε μια ξεχωριστή αξία και διαφορετικά ταλέντα παρά τα εξωτερικά μας χαρακτηριστικά και πως όλοι μα όλοι αντιμετωπίζουν τις δικές τους δυσκολίες.
Τα κλασικά παραμύθια λοιπόν είναι ένα όμορφο εργαλείο διαπαιδαγώγησης. Με τον κατάλληλο «τρόπο χρήσης» και σε συνδυασμό με παραμύθια νεότερα και «ορθότερα πολιτικά» μπορείτε να επιτύχετε το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα χωρίς περιορισμούς και αποκλεισμούς. Γιατί ας μην ξεχνάμε πως τα «κλασικά παραμύθια» είναι δημιουργίες μιας συγκεκριμένης εποχής, συγκεκριμένων αντιλήψεων. Και ακόμα κι αν δεν κουμπώνουν πλήρως στις επιταγές τους σύγχρονου κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι δεν παύουν να έχουν αξία.